Συχνά - πυκνά ακούμε ότι ο άνθρωπος είναι και αυτός μέρος της φύσης και ως εκ τούτου είναι σκόπιμο να παρατηρεί και να μαθαίνει από όλα τα υπόλοιπα έμβια όντα αυτού του πλανήτη. Από την άλλη πλευρά όμως, ο άνθρωπος, όπως και όλα τα υπόλοιπα έμβια και άβια όντα αυτού του πλανήτη, αποτελείται από πολλά μικροσκοπικά σωματίδια (πρωτόνια, ηλεκτρόνια κλπ) που έχουν τους δικούς τους κανόνες και πρακτικές. Αξίζει ως εκ τούτου να μάθουμε και από αυτά μερικά πράματα αφού και αυτά είναι κομμάτι του εαυτού μας. Το πιο απλό που μπορούμε να κάνουμε είναι να ανακαλύψουμε πως αυτά επικοινωνούνε μεταξύ τους και να δούμε αν αυτός ο τρόπος μπορεί να έχει κάποια σχέση με εμάς.
Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι, όπως όλα τα μικροσκοπικά σωματίδια, δεν έχουμε καμιά από τις γνωστές μας αισθήσεις, δηλαδή ακοή, αφή, γεύση, όραση, όσφρηση. Αυτό θα μπορούσε στην πράξη να γίνει αν φορέσουμε μια στολή σαν των αστροναυτών που ενώ έχει μπουκάλα οξυγόνου για να μπορούμε να ανασαίνουμε, δεν έχει κανένα άνοιγμα για τα μάτια μας, δεν έχει ακουστικά και δεν έχει μικρόφωνο. Επιπλέον, επειδή τα μικροσκοπικά σωματίδια δε σκουντουφλάνε το ένα πάνω στο άλλο, θα χρειαστεί να γεμίσουμε το δωμάτιο με τόσα πολλά μπαλάκια που θα μας αποτρέπουν επί της ουσίας να έρθουμε σε άμεση επαφή σωματική επαφή με τον επισκέπτη μας. Συνοψίζοντας, σχεδόν θα κολυμπάμε μέσα σε μια θάλασσα από μπαλάκια φορώντας μια στολή αστροναύτη. Είναι σαφές πλέον ότι σε αυτή την περίπτωση αν μέσα στο δωμάτιο μας βρίσκεται και κάποιος άλλος (που φοράει μια παρόμοια με τη δική μας στολή αστροναύτη), τότε κανείς από τους δυο μας δεν μπορεί πρακτικά να αντιληφθεί την παρουσία του άλλου χρησιμοποιώντας τις αισθήσεις του.
Πλέον, το μόνο που μας μένει είναι κάθε τόσο να πετάμε τα μπαλάκια προς διάφορες κατευθύνσεις με την ελπίδα ότι κάποιο αυτά θα πάει στον επισκέπτης μας. Αυτός με τη σειρά του θα μας στείλει το μπαλάκι ως απάντηση στη δική μας απόπειρα και έτσι θα έχουμε πετύχει τον κύριο στόχο μας, δηλαδή να αντιληφθούμε ότι όντως κάποιος υπάρχει στο δωμάτιο μας. Παρότι αυτή η μέθοδος φαντάζει αρκετά αστεία (αν έχουμε διάθεση για παιχνίδι!), έχει αρκετά στοιχεία που αξίζει να σχολιάσουμε.
Για να αντιληφθώ - επικοινωνήσω με κάποιον άλλο θα πρέπει και οι δύο να στείλουμε από ένα τουλάχιστον σήμα - μπαλάκι στον απέναντι μας. Με άλλα λόγια, it takes two to tango!
Για κάθε μπαλάκι - σήμα που στέλνω/λαμβάνω καταβάλω προσπάθεια, ενώ, ταυτόχρονα, αλλάζει και η κατάσταση - θέση μου . Προφανώς, όσο πιο μεγάλο είναι το μπαλάκι - σήμα ή/και όσο πιο έντονα προσπαθώ να το πετάξω/πιάσω ή/και όσο πιο συχνά προσπαθώ να το πετάξω/πιάσω, τόσο περισσότερη προσπάθεια καταβάλλω και τόσο περισσότερο αλλάζει η κατάσταση - θέση μου. Με άλλα λόγια, όσο πιο πολύ προσπαθώ να αντιληφθώ - κατανοήσω την κατάσταση - θέση του άλλου, τόσο περισσότερο αλλάζει η δική μου κατάσταση - θέση. Το ενδιαφέρον σε αυτή τη διαδικασία είναι ότι αν στείλω/λάβω πολλά μπαλάκια - σήματα προκειμένου να κατανοήσω - εντοπίσω καλύτερα τον άλλο, τότε το ίδιο συμβαίνει και με τον άλλον που αλληλεπιδράει με εμένα. Με άλλα λόγια, όσο πιο πολύ κατανοώ - εντοπίζω τον άλλο, τόσο περισσότερο με κατανοεί - εντοπίζει και ο άλλος και ταυτόχρονα ο καθένας μας κατανοεί - εντοπίζει και τον εαυτό του.
Αφού κάθε φορά που στέλνω/λαμβάνω ένα μπαλάκι - σήμα αλλάζει τόσο η δική μου κατάσταση - θέση μου, όσο και του συνομιλητή μου, θα πρέπει άμεσα να ξαναστείλω/ξαναλάβω ένα μπαλάκι - σήμα για να αντιληφθώ εκ νέου τη νέα κατάσταση - θέση του συνομιλητή μου. Με άλλα λόγια, η επικοινωνία είναι μια διαδικασία που αρχή έχει και τελειωμό δεν έχει.
Το να κουνάω τα χέρια μου χωρίς να έχω - κρατάω κάποιο μπαλάκι - σήμα ίσως να αλλάζει την κατάσταση - θέση μου, αλλά σε καμιά περίπτωση δε με βοηθάει να πετύχω τον σκοπό μου, δηλαδή να αντιληφθώ την ύπαρξη του άλλου. Με άλλα λόγια, αν θέλω να βρω παρέα, δεν εξυπηρετεί σε τίποτα το να προσποιούμαι ότι κάνω κάτι. Άλλωστε σε αυτό το παιχνίδι κανείς δε βλέπει τον άλλο, μόνο τον αντιλαμβάνεται (δηλαδή βιώνει την ύπαρξη του άλλου ανταλλάσσοντας με αυτόν συνειδητά ή/και ασυνείδητα μπαλάκια - σήματα).
Για να αντιληφθώ σε πρώτη φάση την ύπαρξη του άλλου είναι υποχρεωτικό να στείλω μπαλάκια - σήματα προς όλες τις κατευθύνσεις μέχρι να βρω τη σωστή κατεύθυνση. Με άλλα λόγια, όσο πιο πολλές φορές προσπαθήσω τόσο πιο πολλές πιθανότητες έχω να πετύχω τον στόχο μου, δηλαδή να μη (ξε)μείνω μόνος μου να (παρα)μιλάω στον τοίχο που ήταν εξαρχής απέναντι μου.
Ακόμα και αν στείλω στη σωστή κατεύθυνση το μπαλάκι - σήμα, θα πρέπει να είμαι στοιχειωδώς υπομονετικός και να μην αλλάξω άμεσα κατεύθυνση, ώστε ο συνομιλητής μου να έχει χρόνο να μου στείλει πίσω το δικό του μπαλάκι - σήμα. Με άλλα λόγια το άγχος της δημιουργίας επαφής δε με βοηθάει να πετύχω την επαφή.
Αν τα μπαλάκια - σήματα που στέλνω είναι μεγάλα ή/και τα στέλνω με δύναμη ή/και τα στέλνω με μεγάλη συχνότητα, υπάρχει πιθανότητα ο συνομιλητής μου να μην μπορεί μου τα στείλει πίσω αν είναι μικρός ή/και αδύναμος ή/και δεν έχει εκπαιδευτεί να τα ξαναστέλνει πίσω γρήγορα. Σε αυτή την περίπτωση εγώ θα κουράζομαι άδικα αφού πρακτικά δε θα λαμβάνω κάποιο μπαλάκι - σήμα από τον συνομιλητή μου και θα καταλήξω με το αίσθημα μοναξιάς που είχα στην αρχή της διαδικασίας.
Συνοψίζοντας συμπεραίνουμε ότι αντιλαμβάνομαι την ύπαρξη - θέση - κατάσταση του άλλου όταν επικοινωνώ μαζί του, δηλαδή όταν έχουμε κοινά μπαλάκια - σήματα που συνειδητά ή/και ασυνείδητα επιλέγουμε να στείλουμε ο ένας στον άλλο και τα οποία μας δίνουν τη δυνατότητα να αλληλοπροσδιοριστούμε. Συμπεραίνουμε, επίσης, ότι η επικοινωνία είναι μια συνεχής διαδικασία που θέλει τρόπο και που μας αλλάζει διαρκώς τη θέση - κατάσταση.