Τροφή για σκέψη...

Τι μου θυμίζεις...;

image "Μου θυμίζεις τη μάνα μου, γι' αυτό σ' αγαπάω" είναι μια από τις συνήθεις απαντήσεις στο ανωτέρω ερώτημα και πιθανόν για το λόγο αυτό το σχετικό τραγούδι να έγινε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της δεκαετίας του 1990. Για να είμαστε όμως τίμιοι, θα πρέπει να πούμε ότι και η απάντηση "Μου θυμίζεις τη μάνα μου, γι' αυτό με εκνευρίζεις" είναι εξίσου συνήθης και ας μην έχει γίνει λαϊκό άσμα. Γενικότερα μιλώντας, είναι συνηθισμένο ο συνομιλητής μας να μας θυμίζει κάποιον/κάτι άλλο και αυτό με την σειρά του να μας προκαλεί ένα συναίσθημα άλλοτε ευχάριστο και άλλοτε δυσάρεστο. Προφανές είναι πως πρακτικά οτιδήποτε μπορεί να μας θυμίσει κάποιον άλλο, μπορεί δηλαδή να είναι το χρώμα τον μαλλιών του, το ύψος του, ο τόνος της φωνής του, μια λέξη που χρησιμοποιεί, ένα άρωμα που φοράει κλπ.

Εκ πρώτης όψεως, δεν υπάρχει κάτι το ανησυχητικό όταν πχ ένας συνάδελφος μας θυμίζει τη μάνα μας επειδή έχει τα ίδια μεγάλα καστανά μάτια με αυτήν. Επιπλέον, δεν υπάρχει τίποτα το ανησυχητικό αν η ανάμνηση αυτή μας φέρνει στην επιφάνεια και κάποιο συναίσθημα πχ νοσταλγία γιατί θυμόμαστε πόσο γλυκά μας κοίταζε η μάνα μας με τα μεγάλα καστανά της μάτια όταν παίζαμε στην πλατεία του χωριού. Τα προβλήματα θα ξεκινήσουν όταν εμείς θα προσδοκούμε από τον συνάδελφο να μας κοιτάζει με το ίδιο βλέμμα που είχε η μάνα μας στην επίμαχη σκηνή. Τα προβλήματα θα μεγαλώσουν ακόμα περισσότερο όταν ο συνάδελφος δεν μας κοιτάξει με το βλέμμα που προσδοκούμε και αισθανθούμε απογοήτευση. Τέλος τα προβλήματα θα γίνουν ακόμα μεγαλύτερα αν η απογοήτευση μας είναι τόσο μεγάλη που δεν μπορούμε να την διαχειριστούμε και μετατρέπεται σε θυμό.

Τεχνικά μιλώντας η διαδικασία που μόλις περιγράψαμε ονομάζεται μεταβίβαση και είναι πολύ πιο συχνή από την έκφραση "μου θυμίζεις τη μάνα μου, γι' αυτό σε αγαπάω". Ο όρος μεταβίβαση προκύπτει από το γεγονός ότι εξ αφορμής μιας τυχαίας ομοιότητας (εν προκειμένω τα μεγάλα καστανά μάτια του συναδέλφου και της μάνας μας) μεταβιβάζουμε νοητικά μια πληθώρα ιδιοτήτων της μάνας μας στον συνάδελφο μας. Οι ιδιότητες που μεταβιβάζονται είναι αυτές που απαιτούνται για να υλοποιηθεί η προσδοκία μας. Ενδεικτικά, στο ανωτέρω παράδειγμα θα πρέπει ο συνάδελφος να είναι τρυφερός ως άνθρωπος για να μας κοιτάξει με το βλέμμα που προσδοκούμε. Επιπλέον, θα πρέπει και οι δύο να βρισκόμαστε σε μια κατάσταση που να ευνοεί την έκφραση τρυφερότητας. Αν πχ ο συνάδελφος βρίσκεται στη μέση μιας πολύ δύσκολης διαπραγμάτευσης στην οποία διακυβεύεται το επαγγελματικό του μέλλον είναι προφανές ότι δεν θα κοιτάξει ούτε εμάς ούτε κάποιον άλλο με τρυφερό βλέμμα απλά επειδή έχει μεγάλα καστανά μάτια όπως η μάνα μας.

Το ερώτημα που προκύπτει από τα ανωτέρω είναι το τι φταίει και μπαίνουμε σε αντίστοιχες διαδικασίες που είναι εξόφθαλμα παράλογες. Η απάντηση προκύπτει σχεδόν αυτόματα παρατηρώντας απλά την αρχική ερώτηση ("τι μου θυμίζεις...;") που μας δείχνει ξεκάθαρα ότι αναγκαστικά ενεργοποιείται η μνήμη μας για να ξεκινήσει η διαδικασία της μεταβίβασης. Αυτό όμως που επί της ουσίας μας διαφεύγει είναι ότι δεν ανακαλούμε μόνο την εικόνα/γεγονός, αλλά ταυτόχρονα ανακαλούμε και το συνοδευτικό συναίσθημα. Το αποτέλεσμα είναι να βρισκόμαστε σε μια συναισθηματική σύγχυση ανάμεσα στο παρελθοντικό συναίσθημα και στο παρόν συναίσθημα. Με άλλα λόγια η ανάκληση του συναισθήματος μας αποσυντονίζει/αποσυνδέει από το παρόν.

Αβίαστα, λοιπόν, προκύπτει ότι η διαδικασία της μεταβίβασης μπορεί να αναιρεθεί αν επανενεργοποιηθεί η συναισθηματική μας νοημοσύνη. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα πρέπει να θέσουμε στον εαυτό μας ερωτήματα που να επαληθεύουν την τωρινή μας κατάσταση. Στο ανωτέρω παράδειγμα αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να ρωτήσουμε τον εαυτό μας αν είμαστε σε πραγματικό/φυσικό κίνδυνο και άρα αν ο θυμός μας είναι φυσιολογικός. Προφανώς, αυτή η συνειδητοποίηση δεν θα λύσει άμεσα όλα μας τα προβλήματα, αλλά θα μας επιτρέψει να κάνουμε μια καλή αρχή, δηλαδή μια αρχή χωρίς θυμό. Το επόμενο βήμα είναι να συνειδητοποιήσουμε ποιο συναίσθημα κρυβόταν κάτω/πίσω από τον θυμό, εν προκειμένω η απογοήτευση. Το τελικό βήμα είναι να συνειδητοποιήσουμε γιατί ή/και πως ή/και πότε (πρωτο)εμφανίστηκε το επίμαχο συναίσθημα, εν προκειμένω η απογοήτευση, αφού είναι δεδομένο ότι δεν σχετίζεται με την τρέχουσα κατάσταση μας και έτσι να κλείσει η εκκρεμότητα που έχουμε από το παρελθόν.