Πολλές φορές έχουμε γίνει μάρτυρες μιας κατάστασης στην οποία οι κυρίαρχοι ρόλοι είναι ο θύτης, το θύμα και ο σωτήρας. Με τον όρο θύμα εννοούμε κάποιον που θεωρεί όχι μόνο ότι αδικήθηκε αλλά επιπλέον θεωρεί ότι δεν είναι ικανός να αναιρέσει την αδικία που υπέστη ή τουλάχιστον να ξεπεράσει το αίσθημα της αδικίας και να είναι λειτουργικός και αξιοπρεπής στην υπόλοιπη ζωή του. Αντίστοιχα, με τον όρο θύτης εννοούμε κάποιον που θεωρεί όχι μόνο ότι το θύμα μεμψιμοιρεί αλλά επιπλέον θεωρεί ότι το θύμα εξαρχής θα έπρεπε να είχε ακολουθήσει τις οδηγίες του ή τουλάχιστον θα έπρεπε να μη μεμψιμοιρεί. Τέλος, με τον όρο σωτήρας εννοούμε κάποιον που βλέποντας ένα θύμα, θα θεωρήσει όχι μόνο ότι αυτός έχει όλες τις ικανότητες - δεξιότητες που χρειάζεται για να βγάλει το θύμα από τη δύσκολη κατάσταση, αλλά επιπλέον θεωρεί ότι αυτός είναι που οφείλει να διευθετήσει τη δύσκολη κατάσταση ή τουλάχιστον θα πρέπει να ζητήσουν τη συνδρομή του.
Σε αυτές τις καταστάσεις είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι βασικό συναίσθημα του θύματος είναι η λύπη ή κάποιο συναίσθημα σχετιζόμενο με αυτή. Η λύπη αυτή δεν είναι διαχειρίσιμη από το θύμα οπότε μοιραία αυτή τον παρασέρνει σε μια δίνη στην οποία κάθε φορά μπαίνει όλο και πιο βαθιά. Αντίστοιχα, και ο θύτης αισθάνεται λύπη εξαιτίας του γεγονότος ότι έχει εμπλακεί σε μια κατάσταση την οποία δεν μπορεί να διαχειριστεί όπως θα ήθελε, αλλά το γεγονός ότι είναι (ή τουλάχιστον αισθάνεται ότι είναι) πιο δυνατός από το θύμα, τον ωθεί να αγνοήσει τη λύπη του μετατρέποντας τη σε θυμό, όπως θα συνέβαινε με κάθε ανεπεξέργαστο συναίσθημα. Τέλος, ο σωτήρας έχοντας βρεθεί κάποια στιγμή στη θέση του θύματος μπαίνει εκ νέου στη θέση αυτή πιστεύοντας ότι χρησιμοποιεί την ενσυναίσθηση του, αλλά στην πραγματικότητα προσπαθεί εκ νέου να διαχειριστεί και αυτός τη λύπη που είχε παλαιότερα βιώσει. Φυσικά, αν δεν τα καταφέρει, που είναι και το πιθανότερο, τότε η λύπη του θα μετατραπεί σε θυμό που θα εκφράζεται μέσω του κηρυγματικού λόγου του, δηλαδή ενός λόγου γεμάτο "πρέπει", όπως του θύτη και τελικά και του θύματος.
Μια ενδεικτική περίσταση στην οποία εμφανίζεται αυτό το δυσλειτουργικό τρίγωνο, γνωστό και ως τρίγωνο του δράματος (drama triangle), είναι αυτή στην οποία ένα παιδάκι ζητάει επίμονα από τον γονέα του (πχ τον μπαμπά) να του πάρει ένα γλειφιτζούρι. Ο μπαμπάς, πνιγμένος από τη δουλειά, αρνείται εκνευρισμένος να ικανοποιήσει το αίτημα του παιδιού και αυτό αποφασίζει κλαίγοντας να πάει στη μαμά του για υποστήριξη. Η μαμά, που επίσης ασχολείται με τη δουλειά της, βλέποντας το παιδί της να κλαίει, φωνάζει στον σύζυγο της που δεν ικανοποίησε την τόσο απλή επιθυμία του παιδιού τους και, τελικά, ικανοποιεί άμεσα την επιθυμία του παιδιού της βγάζοντας ένα γλειφιτζούρι από το ψηλότερο ράφι της κουζίνας. Σε αυτή την αρκετά απλή περίσταση είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε ότι το παιδάκι ορθά έχει την αίσθηση του θύματος και ορθά κινείται σε σχέση με την ικανοποίηση του αιτήματός του, δεδομένου ότι δεν έχει κάποια άλλη ουσιαστική επιλογή αφού εκ των πραγμάτων είναι αδύνατον να αντιταχθεί - αντισταθεί στην ισχύ του μπαμπά. Αυτό που καθορίζει αν το παιδάκι θα (ξε)μείνει στην αίσθηση και το ρόλο του θύματος είναι το πως θα διαχειριστούν οι γονείς την επίμαχη περίσταση (και όλες τις ανάλογες στο μέλλον).
Χωρίς να χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση είναι κατανοητό πως η αντίδραση του μπαμπά είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας του να διαχειριστεί το δυσάρεστο συναίσθημα που αναδύεται εξαιτίας της δυστοκίας στην εργασία του. Το αίτημα, λοιπόν, του παιδιού απλώς επιταχύνει τη διαδικασία μετατροπής της λύπης - απογοήτευσης σε θυμό, χωρίς όμως το ίδιο αίτημα να είναι η αιτία του προβλήματος. Το παιδί όμως εκ των πραγμάτων δεν είναι σε θέση να κατανοήσει αυτή τη διαδικασία που αφορά στον μπαμπά του, οπότε το αυτόματο μήνυμα - οδηγία που λαμβάνει από το θυμωμένο μπαμπά είναι ότι το συναίσθημά του θα πρέπει να το καταπιεί γιατί διαφορετικά ο μπαμπάς θα το χτυπήσει. Εξυπακούεται ότι, ταυτόχρονα, λαμβάνει και το μήνυμα ότι στον κόσμο του ισχύει το δίκαιο του ισχυρού και φυσικά οι λέξεις "διαπραγμάτευση" και "συζήτηση" αποκτούν μόνο θεωρητικό περιεχόμενο χωρίς να γίνονται ουσιαστικά εργαλεία ή/και βίωμα. Επιπλέον, επειδή ο (θυμωμένος) λόγος του μπαμπά συνοδεύεται πάντα και από κάποια εκλογίκευση ή/και εξιδανίκευση (πχ όλες οι ιατρικές μελέτες δείχνουν ότι η ζάχαρη καταστρέφει τα δόντια μας), το παιδί λαμβάνει το μήνυμα ότι κάθε φορά που θυμώνεις αρκεί να πεις μια θεωρία για να είσαι εντάξει με τους γύρω σου. Το παιδί έχοντας ηττηθεί κατά κράτος (δηλαδή υπό το βάρος του θυμού - δύναμης του μπαμπά του) αναγκαστικά θα καταφύγει στη μαμά του, αν όχι για να ικανοποιήσει το αίτημα του, τουλάχιστον για να νοιώσει μια στοιχειώδη ασφάλεια.
Αντίστοιχα, προκύπτει ότι η μαμά φωνάζοντας στον μπαμπά εκδηλώνει το θυμό της που προέρχεται από την αδυναμία της να διαχειριστεί μια μικρή εκτροπή από το πρόγραμμα της. Για άλλη μια φορά το παιδί είναι εκ των πραγμάτων ανίκανο να κατανοήσει αυτή τη διαδικασία που αφορά στη μαμά του, οπότε το πρώτο αυτόματο μήνυμα που λαμβάνει είναι ότι όντως υπάρχει σοβαρό πρόβλημα γιατί, πλέον, και οι δυο γονείς είναι θυμωμένοι. Εννοείται, ότι όπως και στην περίπτωση του μπαμπά, ο θυμός της μαμάς συνοδεύεται από κάποια εκλογίκευση ή/και εξιδανίκευση (πχ κάθε φορά ο σύζυγος της σκέφτεται μόνο τον εαυτό του και ποτέ τις ανάγκες του παιδιού ή τις δικές της). Επιπλέον, το παιδί, παρατηρώντας ότι όλα ξεκίνησαν από το αίτημα του, θεωρεί ότι αυτό είναι που φταίει για αυτή την απολύτως δυσάρεστη κατάσταση και άρα την επόμενη φορά είναι προτιμότερο να μην εκφράσει το αίτημα του. Αν, βέβαια, υπάρχει κάποιος πολύ σοβαρός λόγος τότε το παιδί - θύμα θεωρεί ότι έχει μόνο μια ουσιαστική επιλογή, δηλαδή να απευθυνθεί στη μαμά - σωτήρα, αφού ο μπαμπάς - θύτης σίγουρα θα του φωνάξει - επιτεθεί.
Το αποτέλεσμα των ανωτέρω συμπεριφορών είναι πρωτίστως το παιδί να μην είναι σε θέση εκφράσει τον εσωτερικό του κόσμο, αφενός γιατί δεν του δόθηκε ουσιαστικά αυτή η δυνατότητα και αφετέρου γιατί εξοικειώθηκε - εκπαιδεύτηκε με το θυμό. Ο θυμός που θα εκφράζει στο μέλλον το παιδί άλλοτε θα είναι εξωστρεφής (σαδιστικός) και άλλοτε εσωστρεφής (μαζοχιστικός), ανάλογα με την περίσταση. Σε κάθε περίπτωση, ο θυμός του θα συνοδεύεται από εκλογικεύσεις ή/και εξιδανικεύσεις που θα καλύπτουν αυτό που πραγματικά αισθάνεται και τον λόγο για τον οποίο το αισθάνεται.
Για να αναστραφεί αυτή η διαδικασία είναι σαφές ότι οι γονείς χρειάζεται να μειώσουν - μηδενίσουν τα επίπεδα του θυμού τους τουλάχιστον όταν απευθύνονται στο παιδί τους αφού είναι σαφές ότι το παιδί τους δεν αποτελεί κίνδυνο για αυτούς. Επιπλέον, είναι σαφές ότι οι γονείς σε κάθε περίσταση χρειάζεται να αποδέχονται το συναίσθημα - αίσθηση του παιδιού. Ενδεικτικά, στην ανωτέρω περίσταση ο μπαμπάς θα μπορούσε να συμμεριστεί τη λιγούρα του παιδιού για το γλειφιτζούρι. Επιπλέον, με δεδομένο, ότι τα συναισθήματα σχετίζονται άμεσα με τη σωματική μας κατάσταση είναι σημαντικό σε κάθε περίσταση να επιβεβαιώνουν με το παιδί τους πως είναι το σώμα του και να το συσχετίζουν με την περίσταση. Ενδεικτικά, στην ανωτέρω περίσταση η μαμά θα μπορούσε να καθρεφτίσει στο παιδί ότι κλαίει τόσο έντονα που το κεφάλι του έχει γίνει κατακόκκινο και κοντεύει να σκάσει και ως εκ τούτου δεν αξίζει να κλαίει τόσο πολύ για ένα γλειφιτζούρι.
Βέβαια, αποδεικνύεται στην πράξη ότι οι γονείς δεν τα καταφέρνουν πάντα τόσο καλά, οπότε ως ενήλικες πλέον χρειάζεται μόνοι μας να ξεφύγουμε από αυτά τα δυσλειτουργικά τρίγωνα. Πέρα από αυτά που αναφέραμε προ ολίγου και με δεδομένο ότι πλέον οι διανοητικές μας ικανότητες είναι αρκούντως ανεπτυγμένες είναι σημαντικό σε κάθε περίσταση να μπορούμε (έστω και εκ των υστέρων) να αποστασιοποιηθούμε για λίγο από το πρόβλημα και να το παρατηρήσουμε. Με άλλα λόγια, χρειάζεται να εντοπίσουμε ποιον από τους τρεις ρόλους εκτελούμε και πως αισθανόμαστε στον ρόλο αυτό, μετατρέποντας το τρίγωνο του δράματος αρχικά σε μια πυραμίδα στην κορυφή της οποίας βρίσκεται ο παρατηρητής εαυτός μας. Έχοντας πετύχει αυτή τη μετατροπή είμαστε πλέον σε θέση να αντιλαμβανόμαστε πολυδιάστατα την εκάστοτε περίσταση και ως εκ τούτου έχουμε τη δυνατότητα της βέλτιστης επιλογής. Κλείνοντας, χρειάζεται να διευκρινίσουμε ότι η ανωτέρω ανάλυση τροποποιείται δραστικά στην περίπτωση που υπάρχει σωματική βία, αφού τότε θα χρειαστεί πρώτα η επέμβαση της αστυνομίας ή/και κάποιου άλλου δημόσιου φορέα.