Συχνά ακούμε μαθητές, καθηγητές ή/και υπεύθυνους χάραξης εκπαιδευτικής πολιτικής να ταξινομούν τα μαθήματα του σχολείου σε πρωτεύοντα και σε δευτερεύοντα. Η φρασεολογία και η αφορμή για τον διαχωρισμό αυτό διαφέρει ανάλογα με το ποιος κάνει τον διαχωρισμό, αλλά η ουσία είναι ότι ο διαχωρισμός γίνεται, είναι διαδεδομένος και θεωρείται δεδομένος. Τα συνήθη "θύματα" αυτού του διαχωρισμού είναι τα μαθήματα της γυμναστικής και των καλλιτεχνικών, ενώ αναλόγως των περιστάσεων μπορεί να είναι και άλλα μαθήματα. Ενδεικτικά, η φυσική θεωρείται δευτερεύουσα από όσους ακολουθούν θεωρητική κατεύθυνση, ενώ η ιστορία θεωρείται δευτερεύουσα από όσους ακολουθούν τεχνολογική κατεύθυνση.
Τα επιχειρήματα για την τεκμηρίωση του ανωτέρου διαχωρισμού συνήθως καταλήγουν στο ότι ο ενδιαφερόμενος δεν πρόκειται να ασχοληθεί επαγγελματικά με το υποτιθέμενο δευτερεύον αντικείμενο, οπότε δεν έχει αξία να του δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα. Έτσι, αν η συζήτηση αφορά στη γυμναστική, τότε την εξισώνει - εξιδανικεύει πχ με την προπόνηση του Αντετοκούμπο ή την εξισώνει - υποβιβάζει πχ με το περπάτημα μέσα σε ένα εμπορικό κέντρο. Αν η συζήτηση αφορά στα καλλιτεχνικά, τότε τα εξισώνει - εξιδανικεύει πχ με τις πρόβες του Παβαρόττι ή τις εξισώνει - υποβιβάζει πχ με το σφύριγμα την ώρα που χαζεύει αμέριμνα μια βιτρίνα. Αν η συζήτηση αφορά στη φυσική, τότε την εξισώνει - εξιδανικεύει με τις διαστημικές έρευνες στη NASA ή την εξισώνει - υποβιβάζει πχ με τα ζύγισμα στο μανάβικο. Αν η συζήτηση αφορά στην ιστορία, τότε την εξισώνει - εξιδανικεύει πχ με τις ανασκαφές στη Βεργίνα ή την εξισώνει - υποβιβάζει πχ με μια καλογραμμένη, δηλαδή χωρίς ορθογραφικά και συντακτικά λάθη, ανάρτηση στα κοινωνικά δίκτυα για το βιογραφικό ενός celebrity. Τέτοιες εξιδανικεύεις και υποβιβάσεις μπορούμε να βρούμε σε όλα τα μαθήματα που εμφανίζονται στο σχολικό πρόγραμμα.
Το εκάστοτε δευτερεύον μάθημα απαξιώνεται τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Η απαξίωση υλοποιείται μέσω του τυπικού περιεχομένου του μαθήματος και των σχετικών κατευθυντήριων γραμμών που οδηγούν εκ των πραγμάτων στο ψευδοδίλημμα του πρωτεύοντος και του δευτερεύοντος μαθήματος. Η ολοκλήρωση της απαξίωσης συντελείται με τη συνδρομή του εκπαιδευτικού προσωπικού, που της δίνει "σάρκα και οστά".
Στην περίπτωση της γυμναστικής αυτό γίνεται εστιάζοντας στην ορθή εκτέλεση των ασκήσεων με ένα τρόπο τυποποιημένο, χωρίς, όμως, να δίνεται σημασία στην επίγνωση του σώματος, δηλαδή στο ποιο τμήμα του σώματος συμμετέχει στην άσκηση και σε αυτό που ενεργοποιεί το επίμαχο τμήμα σε προσωπικό επίπεδο. Στην περίπτωση των καλλιτεχνικών, ενδεικτικά αναφέρουμε τη ζωγραφική, αυτό γίνεται εστιάζοντας στην ορθή απεικόνιση του αντικειμένου που ζωγραφίζουμε μέσω της εξάσκησης, χωρίς, όμως, να δίνεται σημασία στο συναίσθημα που αναδύεται όταν το απεικονίζουμε. Στη φυσική αυτό γίνεται εστιάζοντας στους κανόνες και τους τύπους της, χωρίς, όμως, να δίνεται σημασία στο ότι χρειάζεται πρώτα να παρατηρήσουμε και να αλληλεπιδράσουμε με τη φύση για να την κατανοήσουμε. Στην ιστορία αυτό γίνεται εστιάζοντας στην απαρίθμηση των γεγονότων (βλ. παπαγαλία), χωρίς, όμως, να δίνεται σημασία στο ότι τα γεγονότα προέκυψαν από ανθρώπινες ανάγκες και συναισθήματα.
Από τα ανωτέρω παραδείγματα καθίσταται σαφές ότι πρωτεύοντας σκοπός της σχολικής εκπαίδευσης είναι η τυποποίηση ή/και η αποσύνδεση από το προσωπικό βίωμα. Η τυποποίηση, όμως, συνδέεται συστηματικά και ουσιωδώς με τις ασυνείδητες κινήσεις - διαδικασίες - συμπεριφορές. Αυτό συμβαίνει γιατί όσο πιο τυποποιημένη είναι μια διαδικασία τόσο ευκολότερο είναι να την κάνουμε αυτόματα - γρήγορα, ειδικά αν την έχουμε εξασκήσει επαρκώς, όπως συμβαίνει με αυτά που μαθαίνουμε από τη βρεφική, τη νηπιακή ή την παιδική μας ηλικία.
Ενδεικτικά, ο τρόπος που περπατάμε είναι ασυνείδητος γιατί έχουμε μάθει με αρκετή εξάσκηση ήδη από τη νηπιακή ηλικία πως να το κάνουμε. Το αποτέλεσμα είναι ως ενήλικες να μη σκεφτόμαστε που θα τοποθετήσουμε το πόδι μας ή πως θα κινήσουμε την άρθρωση του γονάτου μας για να κάνουμε το επόμενο βήμα μας. Είναι ελάχιστες οι φορές που προσέχουμε πραγματικά που πατάμε και αυτός είναι ένας από τους λόγους που μπορεί να πάθουμε πχ ένα σοβαρό διάστρεμμα επειδή πατήσαμε άτσαλα σε μια λακκούβα που δεν είδαμε. Αν αυτή η τυποποίηση στο περπάτημα συνδυαστεί και με αποσύνδεση από το προσωπικό βίωμα, τότε το αποτέλεσμα θα αντιστοιχιστεί πχ με ένα ποδοσφαιριστή που μετά από ένα επώδυνο διάστρεμμα επιμείνει να παίζει χρησιμοποιώντας ισχυρά αναλγητικά ρισκάροντας να καταλήξει με μια σοβαρή αναπηρία.
Το συμπέρασμα είναι ότι όταν στη σχολική εκπαίδευση εστιάζουμε στην τυποποίηση, τότε ενδέχεται να είμαστε αποδοτικοί, αλλά καταλήγουμε έρμαια των ασυνείδητων πρακτικών μας. Επιπλέον, όταν η σχολική εκπαίδευση δεν εστιάζει στο προσωπικό βίωμα, τότε γίνεται επικίνδυνη και για τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας. Το ουσιαστικότερο όμως πρόβλημα με αυτού του τύπου την εκπαίδευση είναι ότι γίνεται αδιάφορη για τα μέλη της κοινότητας της που εθίζονται σε μια πολύ έντονη και πολύ εσωτερικευμένη αίσθηση κενού ή χαμένου. Αποτέλεσμα αυτή της αίσθησης είναι είτε ένας διαρκής θυμός είτε η κατάπτωση της ζωτικής τους ενέργειας και κατ΄ επέκταση της ψυχικής και σωματικής υγείας τους.
Ολοκληρώνοντας την ανάλυση αυτή, έχει αξία να διευκρινίσουμε ότι δεν είναι ζητούμενο να εξοστρακίσουμε από τη σχολική εκπαίδευση την τυποποίηση ή/και την αποσύνδεση από το προσωπικό βίωμα γιατί αυτές συχνά μας κάνουν τη ζωή ευκολότερη σε πολλά και πρακτικά επίπεδα. Όσο, όμως, στο σχολείο εστιάζουμε μόνο στην τυποποίηση και την αποσύνδεση από το προσωπικά μας βιώματα, τόσο περισσότερο θα έχουμε ανάγκη για ψυχοθεραπεία, μέσω της οποίας θα καλύπτουμε την ανάγκη για αυτοπαρατήρηση, επίγνωση και αποδοχή των προσωπικών μας βιωμάτων έτσι ώστε να ολοκληρωθούμε εσωτερικά. Το ίδιο ισχύει αν αντικαταστήσουμε τη λέξη "σχολείο" βάλουμε τη λέξη "οικογένεια" ή/και τη λέξη "φιλία" ή/και τη λέξη "εργασία".