Η σωματική ψυχοθεραπεία ιστορικά έχει ξεκινήσει από τον Βίλχελμ Ράιχ και παρουσιάστηκε το 1933 μέσω του βιβλίου του "Η ανάλυση του χαρακτήρα". Τότε η προσέγγιση αυτή ήταν αποκλειστικά ψυχαναλυτικού - ψυχοδυναμικού προσανατολισμού, αλλά πλέον η θεωρία και οι πρακτικές της έχουν χρησιμοποιηθεί, εμπλουτιστεί και εξελιχθεί από ψυχοθεραπευτές πολλών κατευθύνσεων. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι πλέον οι τεχνικές της συνδυάζονται εξαιρετικά με τη γνωσιακή - συμπεριφορική ψυχοθεραπεία.
Σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι η σωματική ψυχοθεραπεία σχετίζεται άμεσα, συστηματικά και ουσιωδώς με τη γλώσσα του σώματος και φυσικά με την αναπνοή. Με αυτό το δεδομένο, καθίσταται σαφές ότι αυτή συνδέεται και με όλες τις τέχνες, αφού δεν μπορείς ούτε να ζωγραφίσεις, ούτε να τραγουδήσεις, ούτε να υποδυθείς ένα χαρακτήρα σε μια θεατρική παράσταση κλπ αν δεν μπορείς να έρθεις σε επαφή με το σώμα σου και την αναπνοή σου. Σε αντίστοιχο πλαίσιο μπορούμε να κατανοήσουμε και τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη σωματική ψυχοθεραπεία και τη γυμναστική.
Παρά το γεγονός ότι τόσο η τέχνη όσο και η γυμναστική μπορούν να γίνουν εξαιρετικά εργαλεία - βοηθήματα στα πλαίσια της σωματικής ψυχοθεραπείας δεν είναι εφικτό να την αντικαταστήσουν. Ο κύριος λόγος είναι ότι στο τέλος η ψυχοθεραπεία (σωματική και μη) απαιτεί την εκπεφρασμένη σύνδεση του εκάστοτε βιώματος με το "εδώ και τώρα" του αναλυόμενου. Με άλλα λόγια τόσο η τέχνη, όσο και η γυμναστική είναι το σημείο εκκίνησης ή το μέσο, αλλά όχι το σημείο τερματισμού.
Προχωρώντας, λίγο περισσότερο στη διαδικασία της σωματικής ψυχοθεραπείας είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε πρώτα ότι το σώμα μας είναι ο αυθεντικός και κατ' εξοχήν εκφραστής του ασυνειδήτου μας και εξ αφορμής αυτού του γεγονότος έχει προκύψει άλλωστε και η έκφραση γλώσσα του σώματος. Διευκρινίζουμε ότι ο όρος γλώσσα του σώματος είναι πολλά περισσότερα πχ από το σταυρώνω τα χέρια μου όταν συζητάω με κάποιον. Προφανώς, το σταύρωμα των χεριών δηλώνει με άρρητο τρόπο το πως σχετίζομαι με το συνομιλητή μου και αυτό είναι γνωστό πολύ πριν αναπτυχθεί η σωματική ψυχοθεραπεία. Αυτή η πληροφορία όμως συνήθως σχετίζεται με μοτίβα που έχουν καθιερωθεί διαχρονικά μέσα από διαδικασίες που είναι πέρα από τα προσωπικά μας βιώματα.
Στο παράδειγμα με τα σταυρωμένα χέρια, θα πρέπει να μελετήσουμε - διερευνήσουμε την ιδιαίτερη αίσθηση που δίνει αυτή η στάση στον αναλυόμενο. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι αυτή η στάση εμφανώς δυσκολεύει την αναπνοή μας επειδή ακριβώς υπάρχουν τα χέρια πάνω στο στήθος μας που του απαγορεύουν πρακτικά να ανοίξει για να εισπνεύσουμε επαρκώς. Η λεπτομέρειες της εισπνοής σχετίζονται προφανώς από την ακριβή θέση των χεριών και φυσικά και την εν γένει στάση μας. Στην εκπνοή, αντίστοιχα, υπό το βάρος των χεριών ενδέχεται να εκπνεύσουμε πιο γρήγορα ή πιο απότομα. Όλες αυτές οι λεπτομέρειες προφανώς εξαρτώνται από το πως έχουμε μέσω των βιωμάτων μας εκπαιδεύσει το σώμα μας να λειτουργεί.
Η ανωτέρω ενδεικτική ανάλυση δείχνει ξεκάθαρα ότι δύο άνθρωποι που σταυρώνουν τα χέρια τους θα έχουν πιθανότατα πολύ διαφορετικά βιώματα που θα σχετίζονται προφανώς με την προσωπική ιστορία του καθενός. Για να αναδειχθούν όλες οι σχετικές λεπτομέρειες εννοείται ότι χρειάζεται τόσο ο θεραπευτής όσο και ο θεραπευόμενος να είναι ιδιαίτερα παρατηρητικοί. Για την ακρίβεια της συζήτησης ο θεραπευόμενος έχει ως πρώτο και κύριο μέλημα του στην ψυχοθεραπεία να παρατηρεί τον εαυτό του και σε κάθε περίπτωση εκπαιδεύεται στην αυτοπαρατήρηση, άλλοτε με την ενεργό καθοδήγηση του θεραπευτή και άλλοτε υπό την εποπτεία του.
Προφανώς, το πιο απλό και συνάμα ουσιαστικό πράγμα που μπορεί να παρατηρήσει κάποιος είναι το ίδιο του το σώμα. Ο λόγος που το προτιμάμε είναι γιατί αυτό δε μας λέει ποτέ ψέματα. Οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι μέχρι να εκπαιδευτούμε επαρκώς υπάρχει η πιθανότητα να παίρνουμε πολλά και διαφορετικά σήματα από το σώμα μας με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να τα οργανώσουμε καλά στο μυαλό μας. Αλλά τελικά αυτό είναι που συμβαίνει και στη ζωή μας και για τον λόγο αυτό ξεκινάμε την ψυχοθεραπεία. Με άλλα λόγια, λαμβάνουμε πολλά και ετερόκλιτα σήματα από το σώμα μας ή μέσω αυτού και άρα οι αντίστοιχες αισθήσεις είναι ανακατεμένες. Οι ανακατεμένες αισθήσεις οδηγούν μοιραία σε ανακατεμένα συναισθήματα και αυτά με τη σειρά τους μας (καθ)οδηγούν σε εξίσου ανακατεμένες σκέψεις και πράξεις.
Ζητούμενο, λοιπόν, στη σωματική ψυχοθεραπεία είναι να μάθουμε να παρατηρούμε το σώμα μας και τα σήματα που αυτό μας στέλνει έτσι ώστε να λύσουμε το πρόβλημα στη ρίζα του. Όσο κατακτάμε αυτή τη δεξιότητα τόσο περισσότερο είμαστε ικανοί να παρακολουθούμε και να διαχειριζόμαστε τα συναισθήματα μας και τόσο περισσότερο είμαστε ικανοί να σκεφτόμαστε δημιουργικές λύσεις για τα ζητήματα που μας απασχολούν.
Δεν πρέπει, άλλωστε, να ξεχνάμε ότι όσο καλύτερα διαχειριζόμαστε το συναίσθημα μας τόσο λιγότερο αυτό θα μετατρέπεται σε θυμό. Όσο λιγότερο θυμό έχουμε στην καθημερινότητα μας, τόσο περισσότερο οξυγονώνεται ο εγκέφαλος μας και τόσο περισσότερες πιθανότητες έχουμε να σκεφτούμε αποτελεσματικά, ακριβώς επειδή έχουμε περίσσεια οξυγόνου που μας επιτρέπει να σκεφτούμε με όλες μας τις δυνάμεις. Προκύπτει, δηλαδή, για άλλη μια φορά ότι η παρατήρηση και η εξάσκηση της αναπνοής είναι κεφαλαιώδους σημασίας στη σωματική ψυχοθεραπεία.
Κλείνοντας αυτή την ανάλυση, χρειάζεται να διευκρινίσουμε ότι η εκπαίδευση στην αυτοπαρατήρηση και η εκπαίδευση του σώματος στη διαχείριση των συναισθημάτων γίνεται παράλληλα με την επίλυση των προβλημάτων που μας απασχολούν. Κατά περίσταση μπορεί να δοθεί βαρύτητα στην επίλυση των προβλημάτων όπως θα γινότανε σε οποιαδήποτε ψυχοθεραπευτική προσέγγιση, αλλά εξίσου συχνά μπορεί να δοθεί βαρύτητα στην αυτοπαρατήρηση και την εκπαίδευση του σώματος. Ως συνήθως το ασυνείδητο του θεραπευόμενου είναι αυτό που δίνει την κατεύθυνση.