Ένα από τα κύρια συστατικά μιας ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας είναι η αντίσταση που παρουσιάζει ο θεραπευόμενος σε αυτή τη διαδικασία. Τα κίνητρα της αντίστασης είναι αφενός ο φόβος ανάδυσης δυσάρεστων ιδεών ή/και συναισθημάτων και αφετέρου η μη-συνειδητοποίηση των μη-αποδεκτών παρορμήσεων. Η αντίσταση αυτό το επιτυγχάνει παραμορφώνοντας οτιδήποτε ενοχλητικό αναδύεται από το ασυνείδητο του θεραπευόμενου.
Μια συνήθης μορφή αντίστασης είναι η απώθηση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο θεραπευόμενος ξεχνάει τα σημαντικά βιώματα του. Εξίσου συχνή είναι και η αντίσταση μεταβίβασης, δηλαδή η ταύτιση του θεραπευτή με ένα άλλο πρόσωπο που προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα στον θεραπευόμενο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο θεραπευτής να βιώνεται ως εχθρός και όχι ως σύμμαχος, παρακωλύοντας ενεργά όλη τη διαδικασία.
Άλλες φορές η αντίσταση προέρχεται από το όφελος μιας ασθένειας. Ορμώμενος, δηλαδή, ο θεραπευόμενος από τη λαϊκή ρήση "ουδέν κακό, αμιγές καλού" βρίσκει πως μπορεί να εκμεταλλευτεί την κατάσταση του για να κερδίσει σε ένα δεύτερο επίπεδο. Ενδεικτικά, αν κάποιος δεν έχει αγαπηθεί επαρκώς, μπορεί να αισθανθεί όμορφα από την περιποίηση που λαμβάνει όντας άρρωστος.
Η δύναμη της συνήθειας είναι μια εξίσου σημαντική πηγή αντιστάσεων και αυτό μπορεί κάποιος να το διαπιστώσει συχνά από τη γλώσσα του σώματος. Είναι πχ μάλλον εύκολο να συνειδητοποιήσει ο θεραπευόμενος ότι η στάση του σώματος του έχει παρενέργειες στη συμπεριφορά του (ενδεικτικά, ένας πόνος στη μέση λόγω κακής στάσης του σώματος προκαλεί συστηματικό εκνευρισμό), αλλά είναι πολύ δύσκολο να την αλλάξει γιατί αυτό απαιτεί καθημερινή εξάσκηση.
Σημαντικές αντιστάσεις προέρχονται και από την αυτο-ενοχική σκέψη, δηλαδή από την τάση του θεραπευόμενου να θεωρεί κακό - κατακριτέο να έχει οποιαδήποτε απαίτηση - επιθυμία ακόμα και αν είναι απολύτως εύλογη - φυσιολογική. Ενδεικτικά, θεωρεί απαράδεκτο το να είναι πενήντα χρονών και να θέλει να χορέψει στα μπουζούκια.
Δεν είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσει κανείς ότι υπάρχουν αμέτρητοι τρόποι να αντισταθεί ο θεραπευόμενος στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία, παρότι έχει μπει σε αυτή τη διαδικασία με δική του πρωτοβουλία. Για λόγους οικονομίας δε θα αναφερθούν άλλες μορφές - πηγές αντίστασης. Ευτυχώς, όμως, υπάρχουν τρόποι προκειμένου οι αντιστάσεις να καμφθούν και η θεραπευτική διαδικασία να προχωρήσει.
Ένα από αυτά που μπορεί να γίνει είναι να συνειδητοποιήσει ο θεραπευόμενος ότι αντιστέκεται. Αυτό γίνεται αν ο θεραπευόμενος παρατηρήσει ότι όσο αντιστέκεται αισθάνεται θυμό. Προφανώς, είναι φυσιολογικό να αισθάνεται θυμό όταν αντιστέκεται σε κάτι, αλλά αυτό που είναι αφύσικο είναι να θυμώνει με τον θεραπευτή του που είναι εξ ορισμού σύμμαχός του. Είναι, μάλιστα, πιο αφύσικο να θυμώνει μαζί του μέσα στο θεραπευτικό δωμάτιο, όπου είναι δεδομένο ότι δεν μπορεί να συμβεί τίποτα αντικειμενικά κακό.
Έχοντας συνειδητοποιήσει ο θεραπευόμενος ότι αντιστέκεται, είναι έτοιμος να συνειδητοποιήσει και με ποιο τρόπο το κάνει. Αυτό συμβαίνει γιατί οι αντιστάσεις του είναι παρούσες, αλλά πλέον έχουν χάσει μεγάλο κομμάτι από την ένταση τους. Βέβαια, οι αντιστάσεις μοναχά μια στιγμή ξαποσταίνουν και ξανά προς τη δόξα τραβούν, που πρακτικά σημαίνει ότι θα δείξουν ξανά το μεγαλείο τους όταν έρθει η στιγμή να συνειδητοποιήσει ο θεραπευόμενος απέναντι σε τι/ποιον αντιστέκεται. Αν όμως κάθε φορά που πάμε για το επόμενο βήμα, έχει εξασφαλιστεί ότι το προηγούμενο ολοκληρωθεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό, τότε στην τελική ευθεία τα παρατράγουδα θα είναι ελεγχόμενα και η διαδικασία θα ολοκληρωθεί επιτυχώς.
Φεύγοντας, από τη θεωρητική προσέγγιση του ζητήματος των αντιστάσεων, χρειάζεται να εστιάσουμε στο κίνητρο των αντιστάσεων που όπως προαναφέρθηκε είναι ο φόβος ανάδυσης δυσάρεστων ιδεών ή/και συναισθημάτων και αφετέρου η μη-συνειδητοποίηση των μη-αποδεκτών παρορμήσεων. Αυτό μας λέει ότι κάθε φορά που ο θεραπευόμενος αντιστέκεται, επί της ουσίας μας λέει τι είναι αυτό που φοβάται και τι είναι αυτό που τον έχει φέρει μέχρι την πόρτα του ψυχοθεραπευτή. Αποδεχόμενοι τις αντιστάσεις, πρακτικά αποδεχόμαστε τον θεραπευόμενο. Παρατηρώντας τις αντιστάσεις, πρακτικά κατανοούμε ποια είναι η ανάγκη του θεραπευόμενου. Με άλλα λόγια αυτό που ονομάζουμε αντιστάσεις δεν είναι ένα πρόβλημα, αλλά είναι η αρχή της λύσης του προβλήματος.
Τέλος, αναλύοντας από φιλολογικής πλευρά τη λέξη αντίσταση, μπορούμε να πούμε ότι το αντίθετο της αντί-στασης είναι η στάση. Είναι, συνεπώς, κρίσιμο να βοηθήσουμε τον θεραπευόμενο να κατανοήσει ότι όταν αντιστέκεται αυτό που στην ουσία κάνει είναι να υιοθετεί μια αντί-σταση ζωής ή ισοδύναμα μια στάση αντι-ζωής, ενώ αυτό που οφείλει (στον εαυτό του) να κάνει είναι να υιοθετήσει μια στάση ζωής.